- ναστόχαρτο(ν)
- το картон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναστόχαρτο — το τεχνολ. 1. χαρτί χοντρό και δύσκαμπτο, χαρτόνι, που προέρχεται από την συμπίεση χαρτοπολτού 2. (γενικά) μίγμα χαρτοπολτού και κόλλας το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή άλλων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «συμπαγής, πεπιεσμένος» +… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
μουκαβάς — και μπουκαβάς και μπακαβάς, ο χονδρός πεπιεσμένος χάρτης, ναστόχαρτο, χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mukavva. Κατ άλλους πρόκειται για αραβική λ.] … Dictionary of Greek
τρυπητήρι — το, Ν εργαλείο με το οποίο γίνεται διάνοιξη οπών με πίεση σε σώματα μικρής ή μέτριας σκληρότητας, όπως σε ναστόχαρτο, δέρμα κ.ά., τρυπητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπητήρ(ας), βλ. και τήριο. Η λ., στον λόγιο τ. τρυπητήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον … Dictionary of Greek
χαρτοδετώ — και χαρτοδένω δένω βιβλίο με χαρτί, το επενδύω με περίβλημα από ναστόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτόνι — το χοντρό χαρτί, ναστόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)